Λέξη: μπορούσα
Σχετικές λέξεις: μπορούσα
θα μπορούσα, αν μπορούσα
Μεταφράσεις: μπορούσα
μπορούσα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
might, could, I could
μπορούσα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
podría, podía, pudo, pudiera, podrían
μπορούσα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konnte, macht, könnte, kann, mag, konnten, könnten
μπορούσα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sève, poigne, intensité, forces, autorité, puissance, force, pouvoir, grandeur, pourrait, pouvait, pourraient, pouvaient, pu
μπορούσα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
potere, potenza, forza, potuto, potrebbe, poteva, possibile, potrebbero
μπορούσα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poderia, podia, poderiam, pudesse, possível
μπορούσα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
macht, kracht, kon, konden, kan, zou, kunnen
μπορούσα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
могущество, энергия, мощь, сила, могущественный, мочь, могущественность, энергичность, мог, может, могли, могла, смог
μπορούσα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
makt, kunne, kan, kunne for, ikke kunne
μπορούσα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kraft, kunde, skulle, skulle kunna, kunde för, attr kunde
μπορούσα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voisi, voima, valta, mahti, voi, voidaan, voida, saattaa, voisivat, voinut, voitaisiin
μπορούσα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
magt, kunne, kunde, kunne for
μπορούσα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
energie, síla, moc, moci, smět, mohl, mohli, mohla, šlo, by mohl
μπορούσα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
siła, potęga, mógłby, mógł, dało, mogłem, mogli
μπορούσα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tudott, lehetett, tudta, lehetne, összpontosított
μπορούσα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güç, kudret, olabilir, ebil, could
μπορούσα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мст, міг, могла, було
μπορούσα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mund, mund të, mundur, kishte rastin, të kishte rastin
μπορούσα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
могъщество, могъл, можех, можеше, може, биха могли
μπορούσα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мог
μπορούσα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vägi, võiks, võib, saanud, võiksid, saaks
μπορούσα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
možete, možda, smjeti, mogu, moć, snaga, mogli, mogla, mogao, bi, može
μπορούσα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
máttur, gat, gæti, gafst, gætu, gátu
μπορούσα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opulentia
μπορούσα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galia, jėga, galėtų, galėjo, negalėjo, galėtų būti
μπορούσα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
varētu, varēja, nevarēja, varētu būt
μπορούσα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
власта, можев, би можеле да, би можеле, би можел, можеше
μπορούσα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
putere, ar putea, putea, putut, ocazia, are ocazia
μπορούσα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
síla, lahko, bi, bi lahko, mogla, mogel
μπορούσα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mohol, môže, mohli, mohlo, mohla
Στατιστικά δημοτικότητας: μπορούσα
Τυχαίες λέξεις