Nadużywać στα ελληνικά
Μετάφραση: nadużywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοιδορία, κατάχρηση, βρίζω, καταχρώμαι, υποθέτω, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autogeneza στα ελληνικά - αυτογενή, αυτογενών
- chodak στα ελληνικά - τσόκαρο, βώλος, βουλώνω, εμποδίζω, clog που, κωλύω
- cudak στα ελληνικά - μανιβέλα, γνήσιος, πρωτότυπος, μοναδικότητα, παραδοξότητα, αλλοκοτιά, παραδοξότης, ...
- dokumentalny στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, ντοκυμαντέρ, εγγράφων, έγγραφα, τεκμηρίωσης
Τυχαίες λέξεις
Nadużywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοιδορία, κατάχρηση, βρίζω, καταχρώμαι, υποθέτω, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Μεταφράσεις: λοιδορία, κατάχρηση, βρίζω, καταχρώμαι, υποθέτω, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων