Nakierowujący στα ελληνικά
Μετάφραση: nakierowujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bryja στα ελληνικά - λίπος, slush, λάσπη χιονιού, μισολειωμένο, μισολειωμένο προϊόν
- etycznie στα ελληνικά - ηθικά, δεοντολογικά, ηθικώς, από ηθική, δεοντολογικώς
- fryz στα ελληνικά - ζωφόρος, διάζωμα, ζωοφόρος, ζωφόρου, ζωφόρο
- iluzoryczny στα ελληνικά - πλασματικός, ψευδαισθητικός, απατηλός, απατηλή, απατηλό, πλασματική, αυταπάτη
Τυχαίες λέξεις
Nakierowujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγία
Μεταφράσεις: οδηγία