Naprowadzać στα ελληνικά
Μετάφραση: naprowadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προτείνω, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezkrytyczność στα ελληνικά - ευπιστία, την ευπιστία, ευπιστίας, ακρισίας
- bezprzyczynowy στα ελληνικά - αβάσιμος, αβάσιμη, αβάσιμο, αβάσιμες, αβάσιμοι
- epigon στα ελληνικά - οπαδός, ακολούθου, ακόλουθος, ολισθητήρα, που ακολουθεί
- flegmatyzator στα ελληνικά - αδρανοποιητής, αδρανοποιητή
Τυχαίες λέξεις
Naprowadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προτείνω, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Μεταφράσεις: προτείνω, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε