Narośl στα ελληνικά
Μετάφραση: narośl, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κονδύλωμα, ανάπτυξη, όγκος, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Μεταφράσεις
- autogeneza στα ελληνικά - αυτογενή, αυτογενών
- były στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- filozoficzny στα ελληνικά - φιλοσοφικός, φιλοσοφικές, φιλοσοφική, φιλοσοφικό, φιλοσοφικών
Τυχαίες λέξεις
Narośl στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κονδύλωμα, ανάπτυξη, όγκος, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Μεταφράσεις: κονδύλωμα, ανάπτυξη, όγκος, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης