Κονδύλωμα στα πολωνικά

Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kurzajka, narośl, brodawka, wart, brodawek, brodawki, brodawką
Κονδύλωμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα

κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, κονδύλωμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κομψός στα πολωνικά - stylowy, lamować, oporządzać, uporządkować, prawidłowy, czyścić, wycinać, ...
  • κομψότητα στα πολωνικά - szyk, wykwint, wytworność, gustowność, elegancja, elegancji, elegancję, ...
  • κονιάκ στα πολωνικά - wódka, koniak, brendy, winiak, Cognac, koniaku, Koniaki, ...
  • κονκάρδα στα πολωνικά - żeton, rozeta, plakietka, numer, palisander, tarcza, rozetka, ...
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kurzajka, narośl, brodawka, wart, brodawek, brodawki, brodawką