Nasilenie στα ελληνικά

Μετάφραση: nasilenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρότητα, εντατικοποίηση, επαύξηση, ένταση, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Nasilenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abandon στα ελληνικά - εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως
  • cyrkowiec στα ελληνικά - τσίρκο, ακροβάτης, Acrobat, ακροβάτη, το Acrobat, ακροβατών
  • dworny στα ελληνικά - ευγενής, ευγενικός, αβρός, ευγενικό, αριστοκρατική
  • iluminacja στα ελληνικά - φωτισμός, φωτισμό, φωτισμού, το φωτισμό, φως
Τυχαίες λέξεις
Nasilenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρότητα, εντατικοποίηση, επαύξηση, ένταση, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει