Nastąpić στα ελληνικά

Μετάφραση: nastąpić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακολουθώ, είμαι, διανύω, προκύπτω, βρίσκομαι, επακολουθώ, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί
Nastąpić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antyutleniacz στα ελληνικά - αντιοξειδωτικό, αντιοξειδωτική, αντιοξειδωτικές, αντιοξειδωτικών, αντιοξειδωτικού
  • cielesność στα ελληνικά - ασέλγεια, σαρκικότητα
  • dać στα ελληνικά - ποδοκόπι, συνεισφέρω, πουρμπουάρ, παραδίνω, δίνω, αιχμή, ρεγάλο, ...
  • drukować στα ελληνικά - εμπριμέ, τυπώνω, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
Τυχαίες λέξεις
Nastąpić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακολουθώ, είμαι, διανύω, προκύπτω, βρίσκομαι, επακολουθώ, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί