Nasuwać στα ελληνικά

Μετάφραση: nasuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ώθηση, μπήγω, χωμένος, εμπλέκω, τους οδηγεί, οδηγεί τους, τις οδηγεί, οδηγεί τους οργανισμούς, τους οδηγεί στο
Nasuwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • damka στα ελληνικά - ρήγας, βασιλιάς
  • dookoła στα ελληνικά - περίπου, περί, για, γύρω, γύρω από, όλο, σε όλο
  • dotrwać στα ελληνικά - επιζώ, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
  • hydroksyl στα ελληνικά - υδροξυ, υδρόξυ, υδροξύ, υδροξυ-, υδροξύλιο
Τυχαίες λέξεις
Nasuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ώθηση, μπήγω, χωμένος, εμπλέκω, τους οδηγεί, οδηγεί τους, τις οδηγεί, οδηγεί τους οργανισμούς, τους οδηγεί στο