Natężać στα ελληνικά

Μετάφραση: natężać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνομαι, διηθώ, στραμπουλίζω, τεντώνω, ζόρι, τεντώνομαι, τεζάρω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Natężać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apostazja στα ελληνικά - αποστασία, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
  • desperować στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
  • interferon στα ελληνικά - ιντερφερόνη, ιντερφερόνης, η ιντερφερόνη, με ιντερφερόνη, την ιντερφερόνη
  • izolacyjny στα ελληνικά - μονωτικός, μονωτικό, μόνωσης, μονωτική, μονωτικά
Τυχαίες λέξεις
Natężać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, διηθώ, στραμπουλίζω, τεντώνω, ζόρι, τεντώνομαι, τεζάρω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους