Nawiązywać στα ελληνικά

Μετάφραση: nawiązywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστώνω, ιδρύω, παραπέμπω, καθιερώνω, αναφέρομαι, επιβάλλω, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Nawiązywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asocjacyjny στα ελληνικά - συνειρμική, συνειρμικό, συνεταιριστικού, συνεταιριστικών, συνεταιριστικές
  • dęcie στα ελληνικά - φυσώ, χτύπημα, ανατίναξη, φυσώντας, φυσά, φυσάει, πνέει
  • etymologiczny στα ελληνικά - ετυμολογικός, ετυμολογική, ετυμολογικό, ετυμολογικές, ετυμολογικά
  • gabriela στα ελληνικά - Gabriela, Γκαμπριέλα, η Gabriela, η Γκαμπριέλα
Τυχαίες λέξεις
Nawiązywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, ιδρύω, παραπέμπω, καθιερώνω, αναφέρομαι, επιβάλλω, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε