Nieosobowy στα ελληνικά
Μετάφραση: nieosobowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απρόσωπος, άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyfeminista στα ελληνικά - γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
- asygnowanie στα ελληνικά - σφετερισμός, κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
- atomowy στα ελληνικά - ατομικός, πυρηνικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
- imitować στα ελληνικά - εκπέμπω, αναδίνω, μιμούμαι, μιμηθούν, μιμούνται, μιμηθεί, μιμείται, ...
Τυχαίες λέξεις
Nieosobowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απρόσωπος, άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
Μεταφράσεις: απρόσωπος, άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα