Λέξη: ένταξη
Σχετικές λέξεις: ένταξη
ένταξη και χρήση των τπε στην εκπαιδευτική διαδικασία, ένταξη παιδιών με σύνδρομο down στο ελληνικό σχολείο, ένταξη στο μητρώο επιμορφωτών β’ επιπέδου τπε, ένταξη συνώνυμα, ένταξη και ισότιμη εκπαίδευση, ένταξη ετεπ σε εδιπ, ένταξη τσιγγανοπαίδων στο σχολείο, ένταξη στο κοινωνικό τιμολόγιο της δεη, ένταξη ιδαχ σε εεδιπ, ένταξη εεδιπ
Συνώνυμα: ένταξη
προσθήκη, άνοδος, ενσωμάτωση, ιδρυτική πράξη εταιρείας
Μεταφράσεις: ένταξη
ένταξη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accession, incorporation, integration, inclusion, membership
ένταξη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
advenimiento, acceso, adhesión, la adhesión, de adhesión, adhesión de
ένταξη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
antritt, zuwachs, Beitritt, Beitritts, Führungs, den Beitritt
ένταξη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accroissement, augmentation, accès, présentation, abord, avènement, inscription, adhésion, accession, l'adhésion, d'adhésion
ένταξη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accessione, adesione, all'adesione, dell'adesione, l'adesione
ένταξη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
ένταξη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermeerdering, prooi, buit, aanwinst, toetreding, de toetreding, toetreding van, de toetreding van, toetredingsvoorwaarden
ένταξη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пополнение, восшествие, увеличение, приложение, воцарение, приумножение, приращение, прирост, прибавка, вступление, усугубление, прибавление, присоединение, присоединении, присоединения, вступления
ένταξη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilgang, tiltredelse, tiltredelses, inntreden, tiltredelsen, tiltredelsesdokument
ένταξη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anslutning, anslutningen, anslutnings, en anslutning
ένταξη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liittyminen, liittymistä, liittymisen, liittymisestä, liittymiseen
ένταξη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tiltrædelse, tiltrædelsen, tiltrædelse af, tiltraedelse, optagelse
ένταξη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přistoupení, nastoupení, vstoupení, přístup, nástup, vstup, přístupové
ένταξη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dostęp, akcesja, wstąpienie, objęcie, przystąpienie, akces, dojście, przejęcie, przystąpienia, akcesji, przystąpieniu
ένταξη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerzeményezés, csatlakozás, csatlakozása, csatlakozási, csatlakozást, csatlakozásának
ένταξη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katılım, üyelik, üyeliği, katılımı
ένταξη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збільшення, додаток, приріст, вступ, набуття, набрання, вступу
ένταξη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aderim, hyrje, pranimi, aderimit, anëtarësimi, aderimi
ένταξη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
достъп, присъединяване, присъединяването, присъединяването на, присъединяване към
ένταξη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўступленне, уступленне, ўступ, ўступленьне, уступ
ένταξη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametisseasumine, vastuvõtmine, lisandus, ühinemine, ühinemise, ühinemist, ühinemiseks, ühinemisega
ένταξη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvajanje, Ulazak, pristupanje, pristupanja, pristupni, pristupanju
ένταξη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðild, inngöngu, aðild til vörslu, aðildarskjal
ένταξη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisijungimas, narystei, prisijungimo, stojimo, įstojimas
ένταξη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pievienošanās, pievienošanos, iestāšanās, pirmspievienošanās, pievienošanās dokumentu
ένταξη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пристапување, пристапувањето, за пристапување, пристапните, пристапување во
ένταξη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adaos, acces, aderare, aderării, aderarea, de aderare
ένταξη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pristop, pristopu, pristopa, pristopom, pristopni
ένταξη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prístup, prístupu
Στατιστικά δημοτικότητας: ένταξη
Τυχαίες λέξεις