Nieuchronnie στα ελληνικά
Μετάφραση: nieuchronnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- andradyt στα ελληνικά - ανδραδίτης
- bezwartościowy στα ελληνικά - σπαταλώ, κενό, λύμα, φτηνός, άχρηστος, σπατάλη, απόβλητα, ...
- duszpasterstwo στα ελληνικά - υπουργείο, ιερατείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
- górotwórczy στα ελληνικά - τεκτονικός, τεκτονικές, τεκτονική, τεκτονικών, τεκτονικής
Τυχαίες λέξεις
Nieuchronnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
Μεταφράσεις: αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο