Oświecać στα ελληνικά
Μετάφραση: oświecać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- długodystansowy στα ελληνικά - Long Distance, Υπεραστικές, μεγάλων αποστάσεων, μεγάλης απόστασης, μεγάλη απόσταση
- fascynować στα ελληνικά - σαγηνεύω, γοητεύω, συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει
- granulacja στα ελληνικά - κοκκοποίηση, κοκκοποίησης, κοκκοποιήσεως, κοκκιοποίηση, κοκκιοποίησης
- indukcyjny στα ελληνικά - επαγωγικός, επαγωγική, επαγωγικό, επαγωγικού, επαγωγικής
Τυχαίες λέξεις
Oświecać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Μεταφράσεις: διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση