Obciążenie στα ελληνικά
Μετάφραση: obciążenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διηθώ, δωσιδικία, φορτώνω, φορτίο, ζόρι, φόρτωση, βάρος, γεμίζω, καθήκον, παθητικό, στραμπουλίζω, ευθύνη, φροντίδα, φορτίζω, τεντώνω, ζαλίκι, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amazonka στα ελληνικά - αμαζόνα, Amazon, του Αμαζονίου, Αμαζώνας, το amazon
- blezer στα ελληνικά - χρωματιστή ζακέτα, Blazer, σακάκι, Το Blazer, μπλέιζερ
- demoralizować στα ελληνικά - αποθαρρύνω, εξαχρειώνω, σπάω το ηθικό, διαφθείρω, κάμψει το ηθικό
- gumiaki στα ελληνικά - μπότες από καουτσούκ, λαστιχένιες μπότες, γαλότσες, μποτες απο καουτσουκ, μπότες από ελαστικό
Τυχαίες λέξεις
Obciążenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διηθώ, δωσιδικία, φορτώνω, φορτίο, ζόρι, φόρτωση, βάρος, γεμίζω, καθήκον, παθητικό, στραμπουλίζω, ευθύνη, φροντίδα, φορτίζω, τεντώνω, ζαλίκι, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Μεταφράσεις: διηθώ, δωσιδικία, φορτώνω, φορτίο, ζόρι, φόρτωση, βάρος, γεμίζω, καθήκον, παθητικό, στραμπουλίζω, ευθύνη, φροντίδα, φορτίζω, τεντώνω, ζαλίκι, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων