Obkuwać στα ελληνικά
Μετάφραση: obkuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομψός, ψαλιδίζω, κλαδεύω, κουρεύω, τελειώματα, κόψτε, στα τελειώματα, περικόψετε, διαγωγής
Μεταφράσεις
- argument στα ελληνικά - λογομαχία, διαφωνία, επιχείρημα, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
- bezczelny στα ελληνικά - ασύστολος, εξωφρενικός, θρασύς, αυθάδης, ιταμός, αναιδής, ξετσίπωτος, ...
- czytelnia στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο, αίθουσα ανάγνωσης, αίθουσα μελέτης, αναγνωστηρίου
- doktrynerski στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
Τυχαίες λέξεις
Obkuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομψός, ψαλιδίζω, κλαδεύω, κουρεύω, τελειώματα, κόψτε, στα τελειώματα, περικόψετε, διαγωγής
Μεταφράσεις: κομψός, ψαλιδίζω, κλαδεύω, κουρεύω, τελειώματα, κόψτε, στα τελειώματα, περικόψετε, διαγωγής