Obligatoryjny στα ελληνικά

Μετάφραση: obligatoryjny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρεωτικός, επιτακτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Obligatoryjny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abiogeneza στα ελληνικά - αβιογένεσις, αβιογέννεση, αυτόματη γέννεση
  • asceza στα ελληνικά - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
  • dietetyka στα ελληνικά - διαιτολογία, Διαιτολογίας, της διαιτολογίας, τη διαιτητική, διαιτολογικού
  • erodować στα ελληνικά - διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Τυχαίες λέξεις
Obligatoryjny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός, επιτακτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής