Υποχρεωτικός στα πολωνικά

Μετάφραση: υποχρεωτικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obligatoryjny, bieżący, przymusowy, obowiązujący, obowiązkowy, obowiązkowe, obowiązkowa, obowiązkowo
Υποχρεωτικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποχρεωτικός

υποχρεωτικόσ ο κλειδάριθμοσ, υποχρεωτικός εμβολιασμός, υποχρεωτικός αντιθετο, υποχρεωτικός εξοπλισμός σκάφους, υποχρεωτικός στα αγγλικά, υποχρεωτικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, υποχρεωτικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • υποφερτός στα πολωνικά - możliwy, znośny, sufferable
  • υποχρέωση στα πολωνικά - powinność, zobowiązanie, obowiązek, obligacja, obowiązku, obowiązkiem, zobowiązania
  • υποχρεώνω στα πολωνικά - wiązać, zobowiązać, zobowiązywać, obowiązywać, zmuszać, zobowiązać się do czegoś, zobowiązują, ...
  • υποχωρητικός στα πολωνικά - zgodny, zgodne, zgodna, zgodność, zgodnego
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεωτικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: obligatoryjny, bieżący, przymusowy, obowiązujący, obowiązkowy, obowiązkowe, obowiązkowa, obowiązkowo