Obostrzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: obostrzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, περιορισμός, σφίξιμο, σύσφιξη, σύσφιξης, αυστηρότερων, αυστηρότερη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- baba στα ελληνικά - σκαθάρι, γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
- brutalnie στα ελληνικά - πρόχειρα, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, κατά προσέγγιση
- gołosłowny στα ελληνικά - μάταιος, άδειος, ξιπασμένος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, αβάσιμος, αβάσιμη, ...
- głośny στα ελληνικά - ευδιάκριτος, διακεκριμένος, περιβόητος, διαπρεπής, αποχαιρετισμός, διαβόητος, ηχηρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Obostrzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, σφίξιμο, σύσφιξη, σύσφιξης, αυστηρότερων, αυστηρότερη
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, σφίξιμο, σύσφιξη, σύσφιξης, αυστηρότερων, αυστηρότερη