Obowiązek στα ελληνικά
Μετάφραση: obowiązek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθύνη, υποχρέωση, γραφείο, καθήκον, βάρος, φροντίδα, δασμοί, αγγαρεία, θώκος, κατηγορία, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antropoidalny στα ελληνικά - ανθρωποειδής, ανθρωποειδείς, ανθρωποειδών, ανθρωποειδή, ανθρωποειδές
- antyseptyk στα ελληνικά - αντισηπτικό, αντισηπτικές, αντισηπτική, αντισηπτικά, αντισηπτικού
- bufor στα ελληνικά - ασπίδα, ρυθμιστικό, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος, buffer
- cętkować στα ελληνικά - σημαδάκι, κηλίδα, στίγμα, κηλίδων, των κηλίδων
Τυχαίες λέξεις
Obowiązek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθύνη, υποχρέωση, γραφείο, καθήκον, βάρος, φροντίδα, δασμοί, αγγαρεία, θώκος, κατηγορία, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Μεταφράσεις: ευθύνη, υποχρέωση, γραφείο, καθήκον, βάρος, φροντίδα, δασμοί, αγγαρεία, θώκος, κατηγορία, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό