Obstawiać στα ελληνικά

Μετάφραση: obstawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, στοίχημα, στοιχηματίζω, στοιχήματος, στοίχημά, ποντάρισμα, όλες τις αποδόσεις
Obstawiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • argumentator στα ελληνικά - συζητητής, συζητητή
  • doktryna στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
  • elektroluminescencja στα ελληνικά - ηλεκτροφωταυγαζούσης, electroluminescence, ηλεκτροφωταυγείας, ηλεκτροφωταυγάζουσα, ηλεκτροφωταύγειας
  • gangrena στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
Τυχαίες λέξεις
Obstawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, στοίχημα, στοιχηματίζω, στοιχήματος, στοίχημά, ποντάρισμα, όλες τις αποδόσεις