Obsypywać στα ελληνικά

Μετάφραση: obsypywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπαλίζω, πούδρα, alow
Obsypywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dawca στα ελληνικά - δότης, δωρητής, δότη, του δότη, δωρητή
  • dyskredytowanie στα ελληνικά - δυσφήμηση, δυσφήμιση, υποτίμηση, απαξίωση, δυσφημιστικό
  • fotoprzewodnictwo στα ελληνικά - photoconductivity, φωτοαγωγιμότητας, φωτο, φωτοαγωγιμότητα
  • garażować στα ελληνικά - γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, του γκαράζ
Τυχαίες λέξεις
Obsypywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπαλίζω, πούδρα, alow