Obwałować στα ελληνικά

Μετάφραση: obwałować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάχωμα, όχθη, τράπεζα, έπαλξη, προπύργιο, προμαχώνα, προμαχώνας, προτείχισμα
Obwałować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bożyszcze στα ελληνικά - ίνδαλμα, είδωλο, είδωλό, ειδώλιο, το είδωλό, ειδώλου
  • frazeologia στα ελληνικά - φρασεολογία, φρασεολογίας, τη φρασεολογία, η φρασεολογία, φρασεολογία που
  • gazyfikacja στα ελληνικά - αεριοποίησης, αεριοποίηση, η αεριοποίηση, εξαερώσεως, την αεριοποίηση
  • hałas στα ελληνικά - αγανάκτηση, σάλος, στριγκλίζω, ανακατεύω, κραυγή, κραυγάζω, κινούμαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Obwałować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάχωμα, όχθη, τράπεζα, έπαλξη, προπύργιο, προμαχώνα, προμαχώνας, προτείχισμα