Obyczajowość στα ελληνικά
Μετάφραση: obyczajowość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελωνείο, έθιμα, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alkoholik στα ελληνικά - αλκοολικός, αλκοολούχα, αλκοολικό, αλκοολούχων, αλκοολικού
- beryl στα ελληνικά - βηρύλλος, βηρύλλου, Βήρυλλο, βήρυλλος, Beryl
- chwalca στα ελληνικά - θαυμαστής, θαυμαστή, λάτρης, θαυμάστρια, θαυμαστής του
- furmanka στα ελληνικά - κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, βαγόνι, Waggon, ισοθερμικά καμιόνια, πρώην βαγόνι, ...
Τυχαίες λέξεις
Obyczajowość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελωνείο, έθιμα, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Μεταφράσεις: τελωνείο, έθιμα, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό