Λέξη: ρητό

Σχετικές λέξεις: ρητό

ρητό για την υγεία, ρητό υγεία, ρητό της ημέρας, ρητό του κοέλιο, ρητό αγάπης, ρητό συνωνυμα, ρητό για την αχαριστία, ρητό ισοκράτη, ρητό ντράσα, ρητό για την εκπαίδευση

Συνώνυμα: ρητό

πριόνι, γνωμικό, παροιμία, πριόνιο, λόγιο, παρατσούκλι, παροιμιώδης έκφραση, απόφανση, σύνθημα, πολεμική κραυγή, αγόρευση, δημηγορία, λόγος

Μεταφράσεις: ρητό

ρητό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adage, saying, motto, dictum, explicit, express

ρητό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proverbio, adagio, decir, refrán, diciendo, dice

ρητό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprichwort, Sprichwort, Spruch, Wort, sagen

ρητό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sentence, dicton, proverbe, adage, disant, dire, en disant, dit

ρητό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proverbio, detto, dicendo, dire, dice

ρητό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
provérbio, ditado, dizendo, dizer

ρητό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezegde, het zeggen, zeggen, zeggende, te zeggen

ρητό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изречение, пословица, поговорка, говоря, говорят, сказав, говорю

ρητό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sier, si, sa, å si

ρητό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ordspråk, säger, säga, att säga, sade, ordstäv

ρητό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanonta, mietelmä, sanoen, sanomalla, sanoi

ρητό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordsprog, siger, sige, at sige, sagde

ρητό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pořekadlo, přísloví, průpověď, rčení, říká, řka, říkat

ρητό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przysłowie, maksyma, powiedzenie, mówiąc, mówią, mówi

ρητό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mondás, mondván, mondja

ρητό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
söz, söyleyerek, diyerek, söylüyor, söyleyen

ρητό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приказка, прислів'я

ρητό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
duke thënë, duke thënë se, duke i thënë, thënë

ρητό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пословица, поговорка, казвайки, казва, казваше

ρητό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прымаўка, прыказка, прыгаворка

ρητό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõttetera, ütlus, öeldes

ρητό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kazivanje, izreka, govoreći, rekavši

ρητό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sagði, segja, að segja, sögðu

ρητό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patarlė, posakis, sakydamas, sako

ρητό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paruna, sakāmvārds, sakot, pasakot, sacīdams, sacīdami

ρητό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
велејќи:, велејќи дека, велејќи, велат, вели

ρητό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proverb, spunând, spune, spunand, zicând

ρητό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rekoč, rekel, pravijo, rek

ρητό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porekadlá, príslovie, porekadlo, príslovia, rčení
Τυχαίες λέξεις