Ociosać στα ελληνικά
Μετάφραση: ociosać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdykować στα ελληνικά - παραιτούμαι, εγκαταλείπω, παραιτηθεί, απαρνηθούν τις, παραιτείται από την
- flądra στα ελληνικά - πέλμα, παραπαίω, γλώσσα, παραδέρνω, πλευρονήκτης, χωματίδα, καλκάνι, ...
- gazowy στα ελληνικά - αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
- impresjonizm στα ελληνικά - ιμπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσιονισμού, τον ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσσιονισμό
Τυχαίες λέξεις
Ociosać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
Μεταφράσεις: πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω