Oczkować στα ελληνικά
Μετάφραση: oczkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπουμπούκι, πρωτοεμφανίζομαι, γλυκοκυτάζω, ogle, του Ogle, Το Ogle, Ogle το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktualizowanie στα ελληνικά - αναβαθμίζω, αναβάθμιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημέρωσης, την ενημέρωση, αναπροσαρμογή
- bujność στα ελληνικά - διαχυτικότητα, ζωντάνια, ευθάλεια, οργώσα βλάστηση
- detonacja στα ελληνικά - έκρηξη, εκπυρσοκρότηση, έκρηξης, εκπυρσοκρότησης, πυροδότηση
- graty στα ελληνικά - ξυλεία, ξυλείας, Ξύλο, Lumber, την ξυλεία
Τυχαίες λέξεις
Oczkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπουμπούκι, πρωτοεμφανίζομαι, γλυκοκυτάζω, ogle, του Ogle, Το Ogle, Ogle το
Μεταφράσεις: μπουμπούκι, πρωτοεμφανίζομαι, γλυκοκυτάζω, ogle, του Ogle, Το Ogle, Ogle το