Odżywiać στα ελληνικά
Μετάφραση: odżywiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταΐζω, τρέφω, τροφοδοτώ, καλλιεργώ, σιτίζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akryl στα ελληνικά - ακρυλικό, ακρυλικού, ακρυλικά, ακρυλική, ακρυλικές
- alkil στα ελληνικά - αλκυλο, αλκύλιο, αλκυλ, αλκυλίου, αλκύλ
- gangrenowy στα ελληνικά - γαγγραινώδης, γάγγραινα, γαγγραινώδους, προσβλήθηκαν από γάγγραινα
Τυχαίες λέξεις
Odżywiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταΐζω, τρέφω, τροφοδοτώ, καλλιεργώ, σιτίζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Μεταφράσεις: ταΐζω, τρέφω, τροφοδοτώ, καλλιεργώ, σιτίζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών