Odbiegać στα ελληνικά
Μετάφραση: odbiegać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλίνω, διαφέρουν, διαφέρει, να διαφέρουν, να διαφέρει, διαφορετικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antysemityzm στα ελληνικά - αντισημιτισμό, αντισημιτισμού, του αντισημιτισμού, αντισημιτισμός, τον αντισημιτισμό
- bebechy στα ελληνικά - έντερα, κουράγιο, θάρρος, κότσια, τα έντερα
- brezent στα ελληνικά - καμβάς, μουσαμάς, καμβά, μουσαμά, σε καμβά
- centuria στα ελληνικά - Centuria
Τυχαίες λέξεις
Odbiegać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλίνω, διαφέρουν, διαφέρει, να διαφέρουν, να διαφέρει, διαφορετικές
Μεταφράσεις: αποκλίνω, διαφέρουν, διαφέρει, να διαφέρουν, να διαφέρει, διαφορετικές