Λέξη: αυλακώνω

Συνώνυμα: αυλακώνω

αυλακώ, σχηματίζω ραβδώσεις, μεταφέρω, διοχετεύω, ρητιδώ

Μεταφράσεις: αυλακώνω

αυλακώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
groove, furrow, corrugate

αυλακώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acanalar, surco, surcar, surcos, surco de, del surco, por surcos

αυλακώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
routine, nut, riefe, spur, rinne, rille, rillennute, Furche, Furchen, furrow, Rinne

αυλακώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rainure, coulisser, strie, habitude, encocher, sillon, canneler, encoche, coulisse, cannelure, routine, cran, coutume, sillons, raie, le sillon, sillonner

αυλακώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
solco, scanalatura, solchi, furrow, del solco, ruga

αυλακώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encaixar, gemido, sulco, furrow, sulco de, por sulco, do sulco

αυλακώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gleuf, groef, sponning, rimpel, doorploegen, De Voor, furrow

αυλακώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпунт, желобить, привычка, канавка, желобок, прорез, фальц, гузка, ручей, бороздка, шпунтовать, рутина, рубчик, выемка, рутинер, борозда, борозды, борозду, по бороздам

αυλακώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
renne, fure, furen, furrow, pannefure

αυλακώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ränna, räffla, fåra, Plogfåran, fåran, Furrow, tilt

αυλακώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
urittaa, kaivertaa, uurre, vako, ura, kolo, lovi, furrow, latuaan, juonne

αυλακώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fure, furen, Furrow, furet, furede

αυλακώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žlábek, rýhovat, žlábkovat, rýha, zvyk, drážkovat, brázda, drážka, brázdy, vráska, prvního tělesa

αυλακώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żłobić, wyżłobienie, bruzdować, bruździć, bruzda, rowek, zryć, szablon, wpust, przyzwyczajenie, żłobek, furrow, bruzdy, skibowy, skiby

αυλακώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árok, mámor, barázdál, furrow, barázdába, barázdát, barázdában

αυλακώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oluk, yiv, kırışık, karık, çizgi, saban izi

αυλακώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виїмка, паз, рутина, гузка, жолобок, борозна, рез, борозда

αυλακώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hulli, rrudh, vazhdë, brazdë, rrudhë

αυλακώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бразда, улей, набръчквам, дълбока бръчка, ора

αυλακώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разора, баразна, разор

αυλακώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nauding, lõbu, rutiin, vagu, furrow, künniviilu, kurd, korts

αυλακώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćud, brazda, brazdu, zahvata, orati

αυλακώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Furrow

αυλακώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaga, vagos, išvagoti, griovelis, gili raukšlė

αυλακώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vaga, krunka, korpusu, furrow, korpusu darba

αυλακώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бразда, бразди, со бразди

αυλακώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
brazdă, furrow, tăietură, făgaș, dungă

αυλακώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brazda, Žlebič, furrow, oranja, reza

αυλακώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drážka, brázda
Τυχαίες λέξεις