Odgadywać στα ελληνικά

Μετάφραση: odgadywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποθέτω, εικασία, μαντεύω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Odgadywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acetylosalicylowy στα ελληνικά - ακετυλοσαλικυλικό, ακετυλοσαλικυλικού, το ακετυλοσαλικυλικό, του ακετυλοσαλικυλικού, ακετυλοσαλυκιλικό
  • antycyklon στα ελληνικά - αντικύκλωνας, αντικυκλώνα, αντικυκλώνας, αντικυκλώνα του
  • boisko στα ελληνικά - τομέας, πεδίο, χωράφι, κλυδωνίζομαι, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Odgadywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποθέτω, εικασία, μαντεύω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν