Odkażać στα ελληνικά
Μετάφραση: odkażać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολυμαίνω, την απολύμανση, την απολύμανση των, απολυμάνετε, απολυμάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amina στα ελληνικά - αμίνη, αμίνης, αμινο, αμινών
- botanik στα ελληνικά - βοτανολόγος, βοτανολόγο, βοτανολόγου, βοτανικός, ο βοτανολόγος
- brzdąkać στα ελληνικά - παρυφή, Thrum, παίζω όργανον ατεχνώς, νήμα εις το άκρον υφάσματος
- dzicz στα ελληνικά - έρημος, ερημιά, έρημο, άγριας φύσης, ερήμω, αγριότητα
Τυχαίες λέξεις
Odkażać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολυμαίνω, την απολύμανση, την απολύμανση των, απολυμάνετε, απολυμάνουν
Μεταφράσεις: απολυμαίνω, την απολύμανση, την απολύμανση των, απολυμάνετε, απολυμάνουν