Odlewać στα ελληνικά
Μετάφραση: odlewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, ιδρύω, στραγγίζω, επιτελείο, μούχλα, βολή, βρήκα, ρίξιμο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bubek στα ελληνικά - αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
- franciszkanin στα ελληνικά - Φραγκισκανών, Φραγκισκανός, των Φραγκισκανών, Φραγκισκανό, Φραγκισκανοί
- gotować στα ελληνικά - μαγειρεύω, μάγειρας, βράζω, στιφάδο, Cook, Κουκ, μάγειρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Odlewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, ιδρύω, στραγγίζω, επιτελείο, μούχλα, βολή, βρήκα, ρίξιμο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Μεταφράσεις: οχετός, ιδρύω, στραγγίζω, επιτελείο, μούχλα, βολή, βρήκα, ρίξιμο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων