Odmówić στα ελληνικά

Μετάφραση: odmówić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιλέγω, αντιφάσκω, διαψεύδω, παρακρατώ, σκουπίδια, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
Odmówić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • automatycznie στα ελληνικά - αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα
  • beczenie στα ελληνικά - βελάζω, γκρίνια, moaning, γκρίνιες, στενάζοντας, βογκητό
  • drań στα ελληνικά - παλιάνθρωπος, κατεργάρικος
  • gwiazdozbiór στα ελληνικά - αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, σχηματισμού
Τυχαίες λέξεις
Odmówić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιλέγω, αντιφάσκω, διαψεύδω, παρακρατώ, σκουπίδια, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί