Odnotować στα ελληνικά
Μετάφραση: odnotować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηχογραφώ, καταγράφω, ρεκόρ, δίσκος, Σημειώνεται, σημείωσε, σημειωθεί, επισημανθεί, σημειώθηκε
Μεταφράσεις
- autostrada στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, εθνική οδό, εθνικής οδού, αυτοκινητοδρόμου
- deszczomierz στα ελληνικά - βροχόμετρο
- fikać στα ελληνικά - κλοτσώ, πηδώ, πήδημα, λυκίσκος, λυκίσκου, hop, χοπ
- humanizować στα ελληνικά - εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω, εξανθρωπίσεις, εξανθρωπίσουμε, εξανθρωπίσει
Τυχαίες λέξεις
Odnotować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηχογραφώ, καταγράφω, ρεκόρ, δίσκος, Σημειώνεται, σημείωσε, σημειωθεί, επισημανθεί, σημειώθηκε
Μεταφράσεις: ηχογραφώ, καταγράφω, ρεκόρ, δίσκος, Σημειώνεται, σημείωσε, σημειωθεί, επισημανθεί, σημειώθηκε