Odpłacać στα ελληνικά

Μετάφραση: odpłacać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπληρώνω, εκδικούμαι, ανταποδίνω, ανταμείβω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει
Odpłacać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akonto στα ελληνικά - επαναθέτω, ίζημα, προσχώνω, -Λαμβάνεται
  • bryza στα ελληνικά - αύρα, αεράκι, αύρας, αύρα της, παιχνιδάκι
  • chleb στα ελληνικά - ψωμί, ψωμιού, το ψωμί, άρτου, του ψωμιού
  • etnograficzny στα ελληνικά - εθνογραφικός, εθνογραφικό, εθνογραφική, εθνογραφικές, εθνογραφικά
Τυχαίες λέξεις
Odpłacać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπληρώνω, εκδικούμαι, ανταποδίνω, ανταμείβω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει