Odrestaurować στα ελληνικά
Μετάφραση: odrestaurować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκαθιστώ, ανακτώ, αναστηλώνω, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της
Μεταφράσεις
- bezkresny στα ελληνικά - άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
- cyrkulacja στα ελληνικά - κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του
- denudacja στα ελληνικά - απογύμνωση, την απογύμνωση, απογύμνωσης, η απογύμνωση, απογύμνωση του
- istotny στα ελληνικά - στερεός, προστακτική, σχετικός, σημαντικός, αξιόλογος, απαραίτητος, ουσιαστικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Odrestaurować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκαθιστώ, ανακτώ, αναστηλώνω, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της
Μεταφράσεις: αποκαθιστώ, ανακτώ, αναστηλώνω, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της