Odroczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: odroczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, εναιώρημα, ανακοπή, ανάρτηση, αναβολή, διάλλειμα, ανάπαυλα, αναστολή, αναβολής, την αναβολή, μετάθεση, η αναβολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- binominalny στα ελληνικά - διωνυμικό
- duchowieństwo στα ελληνικά - ιερατείο, ιερωσύνη, ιεροσύνη, ιεροσύνης, της ιεροσύνης
- dynatron στα ελληνικά - Dynatron, την Dynatron
- garbienie στα ελληνικά - αδέξιος, είναι αδέξιος, αν και αδέξιος, κοπροσκυλιάζω, άκομψη στάση
Τυχαίες λέξεις
Odroczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, εναιώρημα, ανακοπή, ανάρτηση, αναβολή, διάλλειμα, ανάπαυλα, αναστολή, αναβολής, την αναβολή, μετάθεση, η αναβολή
Μεταφράσεις: μένω, εναιώρημα, ανακοπή, ανάρτηση, αναβολή, διάλλειμα, ανάπαυλα, αναστολή, αναβολής, την αναβολή, μετάθεση, η αναβολή