Αναβολή στα πολωνικά
Μετάφραση: αναβολή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odroczenie, zawieszenie, odraczanie, zagrożenie, odłożenie, przełożenie, odroczenie terminu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβολή
αναβολή στράτευσης, αναβολή στρατού, αναβολή για κρείσσονες, αναβολή στην ποινική δίκη, αναβολή για κοινωνικούς λόγους κεπ, αναβολή λεξικό γλώσσας πολωνικά, αναβολή στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αναβιώνω στα πολωνικά - wskrzesić, ożywiać, ocucić, cucić, przywrócić, odraczać, ocucać, ...
- αναβλύζω στα πολωνικά - źródło, wir, studzienka, wytryśnięcie, bić, potok, gejzer, ...
- αναβοσβήνω στα πολωνικά - migotać, migać, błyskać, mignięcie, mrugać, mrużyć, błysk, ...
- αναγέννηση στα πολωνικά - renesans, rozkwit, odrodzenie, regeneracja, regeneracji, regenerację, rewitalizacja, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναβολή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: odroczenie, zawieszenie, odraczanie, zagrożenie, odłożenie, przełożenie, odroczenie terminu
Μεταφράσεις: odroczenie, zawieszenie, odraczanie, zagrożenie, odłożenie, przełożenie, odroczenie terminu