Odsuwać στα ελληνικά
Μετάφραση: odsuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, χείλος, κινώ, αποκόβω, μετακομίζω, αποσύρω, άκρη, υπαναχωρώ, σαλεύω, υπαναχωρώ., περιστόμιο, κίνηση, αναβάλλουμε, αναβληθεί, αναβάλλετε, αποθαρρύνεστε, αναβάλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chrust στα ελληνικά - πινέλο, σκούπα, βουρτσίζω, βούρτσα, φρύγανα, χαμόκλαδα, brushwood, ...
- dziewczynka στα ελληνικά - κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
- iluzja στα ελληνικά - παραίσθηση, ψευδαίσθηση, αυταπάτη, ψευδαίσθησης, πλάνη
- introligatornia στα ελληνικά - βιβλιοδετείο, bindery, βιβλιοδεσία, με βιβλιοδεσία
Τυχαίες λέξεις
Odsuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, χείλος, κινώ, αποκόβω, μετακομίζω, αποσύρω, άκρη, υπαναχωρώ, σαλεύω, υπαναχωρώ., περιστόμιο, κίνηση, αναβάλλουμε, αναβληθεί, αναβάλλετε, αποθαρρύνεστε, αναβάλει
Μεταφράσεις: αποσπώ, χείλος, κινώ, αποκόβω, μετακομίζω, αποσύρω, άκρη, υπαναχωρώ, σαλεύω, υπαναχωρώ., περιστόμιο, κίνηση, αναβάλλουμε, αναβληθεί, αναβάλλετε, αποθαρρύνεστε, αναβάλει