Odurzać στα ελληνικά
Μετάφραση: odurzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντοπάρω, αποναρκώνω, αποβλακώνω, ζαλίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amoniakalny στα ελληνικά - αμμωνιακά, αμμωνιακού, αμμωνιακό, αμμωνιακή, σε αμμωνιακό
- chrześniak στα ελληνικά - βαφτιστικός, κόρη, βαφτιστήρι, βαφτιστικού, Godson, βαφτιστικός της, βαφτισιμιών
- elegijny στα ελληνικά - ελεγειακός, ελεγειακή, ελεγειακό, ελεγειακά, ελεγειακής
- fałszywka στα ελληνικά - απομίμηση, ψεύτικο, πλαστά, πλαστό, ψεύτικα
Τυχαίες λέξεις
Odurzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντοπάρω, αποναρκώνω, αποβλακώνω, ζαλίζω
Μεταφράσεις: ντοπάρω, αποναρκώνω, αποβλακώνω, ζαλίζω