Λέξη: πλην

Σχετικές λέξεις: πλην

πλην λακεδαιμονίων, πλην βικιλεξικο, πλην δια πλην, πλην λακεδαιμονίων καβαφης ποιημα, πλην τυριον, πλην επι πλην ισον συν, πλην λακεδαιμονίων καβαφης, πλην εμου και του θεου, πλην δυο club protaras, πλην ομως, συν πλην

Συνώνυμα: πλην

εκτός

Μεταφράσεις: πλην

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
minus, except, but, other than, than
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excepto, salvo, excepción, a excepción
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
minus, außer, ausgenommen, Ausnahme, mit Ausnahme
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moins, négatif, privation, défaut, panne, sauf, l'exception, à l'exception, excepté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tranne, eccetto, ad eccezione, se non, fatta eccezione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
negativo, exceto, excepto, salvo, com excepção
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
minus, min, behalve, uitgezonderd, uitzondering, met uitzondering, uitzondering van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
без, кроме, исключением, за исключением, исключением того
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unntatt, bortsett, bortsett fra, unntak, med unntak
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utom, undantag, förutom, med undantag, undantag av
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paitsi, lukuun ottamatta, lukuun, kuin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undtagen, bortset, bortset fra, undtagelse, med undtagelse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
negativní, defekt, záporný, nedostatek, kromě, výjimkou, s výjimkou, vyjma, mimo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
z wyjątkiem, oprócz, poza, wyjątkiem, wyłączeniem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivéve, kivételével, kivéve a
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dışında, hariç, haricinde, dışındaki
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
менуети, крім, окрім, іншого, З іншого
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pa, përveç, me përjashtim të, përjashtim, me përjashtim, përjashtim të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изваждане, минус, освен, с изключение на, изключение, с изключение, изключение на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
менш, меней, акрамя, апроч, апрача
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
miinus, välja arvatud, va, arvatud, välja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
minus, lišen, oduzimanje, bez, manje, osim, izuzev, osim u, osim što
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nema, þó, þó ekki, utan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atimtis, išskyrus, išskyrus atvejus, negu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izņemot, izĦemot, izņemot gadījumus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
освен, со исклучок на, со исклучок, освен во
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cu excepția, excepția, exceptia, cu exceptia
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
minus, razen, razen v, izjemo, z izjemo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
okrem, výnimkou, s výnimkou, iné

Στατιστικά δημοτικότητας: πλην

Τυχαίες λέξεις