Odważać στα ελληνικά

Μετάφραση: odważać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαθλο, βραβείο, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
Odważać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ach στα ελληνικά - αχ, ah
  • bokiem στα ελληνικά - πλαγίως, πλάγια, πλάι, τα πλάγια, πλευρικά
  • drastyczny στα ελληνικά - δραστικός, δραστική, δραστικές, δραστικά, δραστικών
  • gięcie στα ελληνικά - κάμψη, κάμψης, κάμψεως, την κάμψη, λύγισμα
Τυχαίες λέξεις
Odważać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαθλο, βραβείο, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται