Odwiązać στα ελληνικά

Μετάφραση: odwiązać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκουμπώνω, αναιρέσετε, αναίρεση, undo, να αναιρέσετε, ξεβιδώστε
Odwiązać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chemigrafia στα ελληνικά - τσιγκογράφημα
  • denotacja στα ελληνικά - καταδήλωση, denotation
  • dziwnie στα ελληνικά - παράδοξα, παραδόξως, περίεργο, παράξενα, περιέργως
Τυχαίες λέξεις
Odwiązać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκουμπώνω, αναιρέσετε, αναίρεση, undo, να αναιρέσετε, ξεβιδώστε