Odwijać στα ελληνικά

Μετάφραση: odwijać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκουράζομαι, χαλαρώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσετε, να χαλαρώσετε, χαλαρώσουν, ηρεμήσετε
Odwijać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezrolny στα ελληνικά - ακτήμονας, ακτήμων, ακτήμονες, ακτημόνων, χωρίς γη
  • czytelnictwo στα ελληνικά - διάβασμα, ανάγνωση, ανάγνωσης, την ανάγνωση, αναγνώσεως
  • dojarz στα ελληνικά - αρμεγός, αρμέγων, αρμεχτής, αρμεχτής επιβάλλεται
  • intymny στα ελληνικά - στενός, ενδόμυχος, οικείος, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
Τυχαίες λέξεις
Odwijać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκουράζομαι, χαλαρώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσετε, να χαλαρώσετε, χαλαρώσουν, ηρεμήσετε