Odzysk στα ελληνικά
Μετάφραση: odzysk, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάρρωση, διάσωση, διάσωσης, ανέλκυσης, υπολειμματική, σωστικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aglomeracja στα ελληνικά - συσσώρευση, συσσωμάτωση, οικισμό, συσσωμάτωσης, οικισμού
- bratni στα ελληνικά - αδερφικός, αδελφικός, αδελφική, αδελφικές, αδελφικής, σωματειακές
- dystrybuować στα ελληνικά - διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
- fajans στα ελληνικά - αγγειοπλαστική, φαγεντιανή, κατασκευασμένα από φαγεντιανή, από φαγεντιανή, φαγεντιανά, φαγεντιανής
Τυχαίες λέξεις
Odzysk στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάρρωση, διάσωση, διάσωσης, ανέλκυσης, υπολειμματική, σωστικές
Μεταφράσεις: ανάρρωση, διάσωση, διάσωσης, ανέλκυσης, υπολειμματική, σωστικές