Oficer στα ελληνικά
Μετάφραση: oficer, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, αξιωματικός, στέλεχος, ζευγαρώνω, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezczasowość στα ελληνικά - διαχρονικότητα, διαχρονικότητά, τη διαχρονικότητά, αιωνιότητας, άχρονο
- biwakowanie στα ελληνικά - κατασκήνωση, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
- fiolet στα ελληνικά - μενεξές, μωβ, βιολέτα, βιολετί, ιώδες, μοβ, ιώδους
- gracja στα ελληνικά - χάρη, χάριτος, τη χάρη, χάρης, επιείκεια
Τυχαίες λέξεις
Oficer στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, αξιωματικός, στέλεχος, ζευγαρώνω, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Μεταφράσεις: ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, αξιωματικός, στέλεχος, ζευγαρώνω, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό