Αξιωματικός στα πολωνικά

Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedstawiciel, służbowy, urzędnik, pułkownik, oficer, policjant, oficjał, oficjalny, urzędowy, aksjomatyczny, intendent, funkcjonariusz, biuralista, dysponent, ds, oficerem
Αξιωματικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αξιωματικός

αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, αξιωματικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αξιοσημείωτα στα πολωνικά - wybitny, wybitnie, niezwykle, wyjątkowo, znacznie, znacząco
  • αξιοσημείωτος στα πολωνικά - odczuwalny, wyczuwalny, niezwykły, dostrzegalny, uchwytny, zauważalny, znakomity, ...
  • αξιόλογος στα πολωνικά - istotny, pożywny, odżywczy, konkretny, zamożny, merytoryczny, rzeczywisty, ...
  • αξιόπιστος στα πολωνικά - niezawodny, wiarygodny, wiarogodny, bezawaryjny, solidny, pewny, miarodajny, ...
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przedstawiciel, służbowy, urzędnik, pułkownik, oficer, policjant, oficjał, oficjalny, urzędowy, aksjomatyczny, intendent, funkcjonariusz, biuralista, dysponent, ds, oficerem