Ogłuszyć στα ελληνικά
Μετάφραση: ogłuszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstrahować στα ελληνικά - κυκλοφορώ, άγνοια, παραγνωρίζω, στενά, περνώ, πέρασμα, περίληψη, ...
- chorobliwy στα ελληνικά - ανώμαλος, νοσηρός, νοσηρή, νοσηρές, morbid, νοσογόνο
- dekoracyjny στα ελληνικά - γούστο, γουστάρω, προτίμηση, φανταστικός, διακοσμητικός, Διακοσμητικά, διακοσμητικό, ...
- gablota στα ελληνικά - υπουργικό συμβούλιο, ντουλάπι, ερμάριο, υπουργικού συμβουλίου, καταψύκτη
Τυχαίες λέξεις
Ogłuszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
Μεταφράσεις: συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί